- πούλκε
- το, Νάκλ. μεξικανικό αλκοολούχο ποτό, είδος μπίρας που παράγεται με ζύμωση τού χυμού τού φυτού αγάνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek